- Ταναγραικη
- ΤαναγραϊκήΤᾰναγραϊκήἥ область Танагры Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταναγραϊκός — ή, όν, Α [Τανάγρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τανάγρα 2. (κυρίως το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ταναγραϊκή (ενν. γῆ) η περιοχή τής Τανάγρας … Dictionary of Greek
Ταναγραικῆς — Ταναγραϊκῆς , Ταναγραική district of T. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)